- μίμαυλος
- μίμαυλος, ὁ (Α)ηθοποιός που έπαιζε μίμους με συνοδεία αυλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + αὐλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίμαυλος — mimic actor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμαυλώ — μιμαυλῶ, έω (Α [μίμαυλος] (κατά τον Ησύχ.) είμαι μίμαυλος* … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek